ξεχωρίζω — ξεχωρίζω, ξεχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξεχωρίζω : σπάνια η χρησιμοποίηση του ρ. στην παθητική φωνή (ξεχωρίζομαι, βλ. πίν. 34 ) με την έννοια → με τοποθετεί κάποιος ξεχωριστά, με ξεχωρίζει από άλλα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχωρίζω — ξεχώρισα 1. μτβ., χωρίζω κάτι, βάζω στην άκρη: Πριν από το πλύσιμο,ξεχώρισα τα σκούρα από τα άσπρα ρούχα. 2. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, κάνω διάκριση: Δεν τα ξεχωρίζει τα παιδιά του ο γονιός. 3. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκρίνω — ξεχωρίζω κάτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καθαρά ή κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κρίνω (αόρ. ἐξ έκρινα) βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
διαφέρω — ξεχωρίζω από κάποιον άλλο, είμαι διαφορετικός: Οι περισσότεροι δίδυμοι διαφέρουν στο χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
συναφορίζω — Α 1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον 3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»] … Dictionary of Greek
συνδιαγιγνώσκω — ΜΑ αποφασίζω από κοινού με άλλον αρχ. ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»] … Dictionary of Greek
φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… … Dictionary of Greek